- δυσεντέριον,
- дизентерия, сильное расстройство кишечника.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
δυσεντέριον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσεντερίῳ — δυσεντέριον neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)